-
1 талон
-
2 купон
фин. το κουπόνι, το απόκομμα του ομολόγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > купон
-
3 талон
το κουπόνι, το εισιτήριοпосадочный - ав. η κάρτα επιβίβασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > талон
-
4 купон
купонм1. τό κουπόνι, τό τοκομερί-διο[ν], ἡ μερισματαπόδειξη [-ις]·2. (отрез ткани) τό ρετάλι, τό ὑπόλοιπον ὑφάσματος. -
5 талон
талонм τό κουπόνι, τό δελτίο·2. (чековой книжки, аккредитива и т. п.) τό στέλεχος (<5ιπλοτ(5ποι.). -
6 купон
[κουπόν] ουσ. α. κουπόνι -
7 талон
[ταλόν] ουσ. α. κουπόνι -
8 купон
[κουπόν] ουσ α κουπόνι -
9 талон
[ταλόν] ουσ α κουπόνι -
10 контрамарка
-и θ.αντεισιτήριο, κοντρα-μάρκα, κουπόνι. -
11 купон
-а α.1. κουπόνι (απόκομμα ομολογίας ή άλλου τίτλου).2. παλ. ένα εισιτήριο θεωρείου θεάτρου.3. κομμάτι (ρετάλι) υφάσματος. -
12 талон
-а α.1. δελτίο, κουπόνι.2. απόκομμα ομολογίας ή τίτλου.εκφρ.открепительный талон – έγγραφο διαγραφής από μέλος κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης•прикрепительный талон – έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομματική ή κομσομόλικη.
См. также в других словарях:
κουπόνι — το 1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο 2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει 3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή … Dictionary of Greek
κουπόνι — το (λ. γαλλ.) 1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο. 2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek